σφραγιστής

σφραγιστής
ο, ΝΑ [σφραγίζω]
υπάλληλος που ενεργεί σφράγιση
αρχ.
1. τίτλος Αιγυπτίων ιερέων που σφράγιζαν το θύμα πριν από τη θυσία
2. μάρτυρας που υπογράφει και επισφραγίζει μία διαθήκη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σφραγιστής — sealer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφραγισταί — σφραγιστής sealer masc nom/voc pl σφραγιστός stamped with the public seal fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοσχοσφραγιστής — μοσχοσφραγιστής, ὁ (Α) αυτός που επέλεγε και σφράγιζε τα μοσχάρια τα οποία προορίζονταν για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + σφραγιστής (< σφραγίζω), πρβλ. ιερομοσχο σφραγιστής)] …   Dictionary of Greek

  • αποσημάντωρ — ἀποσημάντωρ, ο (Μ) σφραγιστής, γραμματέας, επόπτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”